Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ύψος και χαρακτηριστικά της χαμηλόμισθης εργασίας στην Κύπρο

Κύπρος
Article

Παραίτηση από ευθύνη: Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται ως υπηρεσία στο κοινό αλλά το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας δεν έχει προβεί στην επιμέλεια του περιεχομένου τους ούτε στην έγκρισή τους. Την ευθύνη για το περιεχόμενό τους φέρουν οι συντάκτες.

Ύψος και χαρακτηριστικά της χαμηλόμισθης εργασίας στην Κύπρο

Στις αρχές Απριλίου του 2007, δημοσιοποιήθηκαν τα ενδιάμεσα αποτελέσματα της έρευνας του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου, αναφορικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες των μισθών και τις μισθολογικές ανισότητες στην Κύπρο. Δεδομένου του αυξημένου ενδιαφέροντος για το ζήτημα της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας στην κυπριακή αγορά εργασίας κατά τους τελευταίους μήνες, το παρόν άρθρο επιχειρεί μία πρώτη συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων αποτελεσμάτων της σχετικής έρευνας, τόσο σε ό,τι αφορά το ύψος και την διάρθρωση των χαμηλών αμοιβών, όσο και σχετικά με τα χαρακτηριστικά των χαμηλόμισθων.

Στις αρχές Απριλίου του 2007, δημοσιοποιήθηκαν τα ενδιάμεσα αποτελέσματα της έρευνας του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ/ΠΕΟ), αναφορικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες των μισθών και τις μισθολογικές ανισότητες στην Κύπρο. Η σχετική έρευνα, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 2007 και χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας (ΙΠΕ), αφορά σε μία πρώτη, για τα κυπριακά δεδομένα, πλήρη και εμπεριστατωμένη μελέτη της διάρθρωσης των μισθών (wage structure) και των μισθολογικών ανισοτήτων στην κυπριακή αγορά εργασίας. Επισημαίνεται, ότι τη βάση της έρευνας, που αφορά στο σύνολο της κυπριακής οικονομίας, αποτέλεσε η Έρευνα Απολαβών (Structure of Earnings Survey) του 2002, τα στοιχεία της οποίας παραχωρήθηκαν στο ΙΝΕΚ από την Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου. Δεδομένου του αυξημένου ενδιαφέροντος για το ζήτημα της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας στην κυπριακή αγορά εργασίας κατά τους τελευταίους μήνες, ακολουθεί μία πρώτη συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων αποτελεσμάτων της έρευνας, τόσο αναφορικά με το ύψος και την διάρθρωση των χαμηλών αμοιβών, όσο και σχετικά με τα χαρακτηριστικά των χαμηλόμισθων.

Το 50% των μισθωτών στην Κύπρο, το 2002, είχαν μικτές ωριαίες απολαβές μικρότερες των 3,9ΛΚ. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον πλέον διαδεδομένο ορισμό των χαμηλών αμοιβών (2/3 του διάμεσου [median] μισθού), χαμηλόμισθοι θα έπρεπε να χαρακτηριστούν όσοι είχαν μικτές ωριαίες αποδοχές που δεν υπερέβαιναν τα (2/3) των 3,9ΛΚ, επομένως τις 2,6ΛΚ ανά ώρα εργασίας (περίπου τις 380ΛΚ μηνιαίως). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του ΙΝΕΚ, το ύψος αυτών των αποδοχών δεν αφορούσε σε κάποια μικρή μερίδα των εργαζομένων, αλλά στο 25% περίπου των μισθωτών, ενώ όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Έρευνας Απολαβών 2002 της Στατιστικής Υπηρεσίας, αυτοί οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι βρίσκονται συγκεντρωμένοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, η μέση ακαθάριστη ωριαία αμοιβή των χαμηλόμισθων ανερχόταν, κατά το 2002, σε 2,3ΛΚ έναντι 5,4ΛΚ για τους μη χαμηλόμισθους. Τα χαρακτηριστικά των δύο ομάδων εργαζομένων, όπως αυτά προκύπτουν από την Έρευνα Απολαβών 2002, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό αυτή τη διαφορά. Καταρχήν, οι εκπαιδευτικές διαφορές είναι εξαιρετικά μεγάλες: ενώ το 1/4 περίπου των μη χαμηλόμισθων είχε εκπαίδευση χαμηλότερη του γυμνασίου, η αντίστοιχη αναλογία για τους χαμηλόμισθους ανερχόταν σε 1/3. Επιπλέον, μόνο ένας στους δέκα από τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους είχε αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση έναντι ενός στους τρεις για τους μη χαμηλόμισθους. Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης των αμοιβών είναι το γεγονός ότι η κινητικότητα των χαμηλόμισθων ήταν σαφώς αυξημένη, με αποτέλεσμα η μέση προϋπηρεσία στην τελευταία θέση εργασίας (στον τελευταίο εργοδότη) να ανέρχεται σε 4 περίπου έτη, ενώ οι μετακινήσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην περίπτωση των μη χαμηλόμισθων ήταν περιορισμένες και η μέση προϋπηρεσία στον τελευταίο εργοδότη πλησίαζε τα 9 έτη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι εάν εκτός του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας συμπεριληφθεί και ο δημόσιος τομέας, η μέση προϋπηρεσία για τους μη χαμηλόμισθους θα ήταν ακόμη υψηλότερη. Επομένως, οι χαμηλόμισθοι στην Κύπρο διέθεταν, κατά το 2002, λιγότερη συσσωρευμένη εργασιακή πείρα. Εάν μάλιστα υποθέσουμε ότι υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ ετών προϋπηρεσίας και επαγγελματικής πείρας, οι χαμηλόμισθοι διέθεταν, κατά το 2002, περίπου τη μισή επαγγελματική πείρα από όση οι μη χαμηλόμισθοι, με τις ανάλογες επιπτώσεις στις μικτές ωριαίες απολαβές τους.

Άλλος παράγοντας που εξηγεί τους χαμηλούς μισθούς είναι η κατανομή στα επαγγέλματα. Μόνο το 5% των χαμηλόμισθων απασχολούνται στα επαγγέλματα της ειδικευμένης διανοητικής εργασίας, ενώ το 53% περίπου συγκεντρώνονται σε δύο κλάδους ανειδίκευτης εργασίας των υπηρεσιών, ως πωλητές και ως υπάλληλοι και εργάτες του τριτογενούς τομέα (ISCO 4 5). Εάν σε αυτούς προστεθεί και το 24% όσων απασχολούνται ως πλήρως ανειδίκευτοι (ISCO 9), τότε συνολικά 77% των χαμηλόμισθων απασχολείται σε τρεις επαγγελματικές κατηγορίες κατεξοχήν ανειδίκευτης εργασίας.

Καθοριστικής επίσης σημασίας είναι και η κάλυψη από συλλογική διαπραγμάτευση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 70% των μη χαμηλόμισθων εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα καλύπτεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους χαμηλόμισθους ανέρχεται σε 33%. Περισσότεροι χαμηλόμισθοι έχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης, ενώ ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των χαμηλόμισθων είναι το γεγονός ότι μόνο ένας στους τρεις μισθωτούς της εν λόγω ομάδας είναι άνδρας. Καθώς οι γυναίκες συνήθως αντιμετωπίζουν διακρίσεις, είναι "φυσικό" να υπάρχει αρνητική επίπτωση στο μισθό.

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραπάνω χαρακτηριστικών, συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι ο πυρήνας των χαμηλόμισθων είναι γυναίκες, χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, που συσσωρεύουν μικρή επαγγελματική πείρα στην τελευταία θέση εργασίας τους εξαιτίας της υψηλής κινητικότητάς τους, εξαιτίας του γεγονότος ότι απασχολούνται ως ανειδίκευτοι εργαζόμενοι σε μικρές επιχειρήσεις κυρίως στο εμπόριο και την τουριστική βιομηχανία, χωρίς κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις, χωρίς να ασκούν καθήκοντα επίβλεψης και έχοντας μειωμένες ευκαιρίες να πραγματοποιήσουν υπερωρίες και εργασία σε βάρδιες.

(Ηλίας Ιωακείμογλου, ΙΝΕΚ/ΠΕΟ)

Disclaimer

When freely submitting your request, you are consenting Eurofound in handling your personal data to reply to you. Your request will be handled in accordance with the provisions of Regulation (EU) 2018/1725 of the European Parliament and of the Council of 23 October 2018 on the protection of natural persons with regard to the processing of personal data by the Union institutions, bodies, offices and agencies and on the free movement of such data. More information, please read the Data Protection Notice.